- δογκιχωτισμός
- και δονκιχωτισμός, ο1. η τάση να μιμείται κανείς τον χαρακτήρα και τους τρόπους τού δον Κιχώτη2. υπερβολικός ενθουσιασμός στην επίτευξη χιμαιρικών σκοπών3. θεατρινισμός, επίδειξη ψεύτικης γενναιότητας4. η τάση να ασχολείται κανείς και να υπερασπίζει υποθέσεις άσχετες με το προσωπικό του συμφέρον.
Dictionary of Greek. 2013.